- ἐπεδάκρυσε
- ἐπεδάκρῡσε , ἐπιδακρύωweep overaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδακρύω — ἐπιδακρύω (AM) κλαίω για κάτι («ἐπεδάκρυσε τῇ μνήμῃ τοῦ Λύσιδος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δακρύω (< δάκρυ)] … Dictionary of Greek